Ίπταμαι



Ο χαρτοφύλακας μου βαραίνει τον ώμο.
         Το αυτοκίνητο είναι προσγειωμένο  στο τεράστιο αυτοκινητοδιάδρομο 1- Χ.Πλησιάζω και ανοίγω προσεκτικά την πόρτα. Είναι άσπρο με μπλε γραμμές. Κάθομαι στο πιλοτήριο του. Προσδένω την ζώνη μου. Κατεύθυνση  μου, η χώρα τέσσερα της Νέας Ευρώπης, δύο ώρες πτήση από εδώ, από την χώρα μου, την χώρα οκτώ. Κάθε πρωί, κάνω την ίδια διαδρομή, με τον ίδιο ακριβώς τρόπο, με τον αέρινο  πλοηγό  να με ενημερώνει . Τώρα αναφέρει ότι η απογείωση ήταν ομαλή.
          Κοιτάζω έξω από το παράθυρο και χαζεύω  τα ευλύγιστα φτερά που έχουν κολλημένα επάνω τους φωτοβολταϊκές κυψέλες για τη λήψη ενέργειας από τον ήλιο και λεπτές μπαταρίες για την αποθήκευση αυτής της ενέργειας. Το υλικό κατασκευής του φτερού  είναι συνδεδεμένο με τις μπαταρίες μέσω ηλεκτρικού κυκλώματος και  μιμείται τις κινήσεις ενός πουλιού μέσω ηλεκτρικών παλμών. Δίπλα μου βλέπω τα υπόλοιπα ιπτάμενα αυτοκίνητα, σαν πουλιά να φτερουγίζουν. Στα πιλοτήρια τους, κάποιος σκαλίζει έντονα την μύτη του, μια κοπέλα βάζει κραγιόν, ένας τρώει αγχωμένος κάτι σαν σάντουιτς. Κορνάρω στο μπροστινό  μου που πάει σαν ιπτάμενη χελώνα. Σκέφτομαι μια χελώνα να κάνει 
sky diving , πώς να αισθανόταν αλήθεια; Αισθάνονται οι χελώνες;
          Βάζω μια ταινία  στην οθόνη της αριστερής μου παλάμης,  με την δεξιά παλάμη είναι συνδεδεμένος ο πλοηγός. Η εγχείρηση για την τοποθέτηση των οθονών πήγε πολύ καλά. Μόνο που τώρα, όποτε πλένω τα χέρια μου πρέπει να βάζω πάντα μπροστά από τις δύο οθόνες ειδικά καλύμματα για να μην βραχούν. Και δεν μπορώ πια να χειροκροτήσω.
          Με τα δάχτυλα κάνω 
forward  στην ταινία, την έχω ξαναδεί αλλά είναι από τις αγαπημένες μου. Γελάω απροσδόκητα. Βγάζω φλάς για να ενημερώσω  πως θα στρίψω αριστερά.  Ανοίγω και ένα σακουλάκι με φιστίκια και ένα μικρό μπουκαλάκι με κρασί. Κλείνω την οθόνη της ταινίας. Βάζω το σακουλάκι με τα φιστίκια στην τσέπη μου. Χαζεύω πάλι έξω από τα παράθυρα. Τώρα είμαι πάνω από την θάλασσα. Πώς να ήταν άραγε η αίσθηση του να κολυμπάς;
          Ακούω μουσική , ο στοίχος λέει: «Δεν έχω βρει ποτέ αληθινά,  ένα μέρος που να μπορώ να το ονομάσω σπίτι. Και από όλα όσα έχω, τίποτα δεν είναι πραγματικά δικό μου.»
          Και έχω μία ώρα πτήση ακόμα.
          Τεντώνω προς τα πίσω τον αυχένα μου και ακουμπάω στο προσκέφαλο του οδηγού. Μακάρι να είχα και συνοδηγό. Δεν έχω. Κλείνω για λίγο τα μάτια και σκέφτομαι πράγματα που υπήρχαν πάντα, ένα λουλούδι, μια στρογγυλή καφέ πέτρα, μια άσπρη γάτα. Τα ανοίγω και βλέπω να κρέμεται από την οροφή,  η μάσκα οξυγόνου.
          Ανοίγω το βιβλίο προσώπων μήπως βρω κάποιο φίλο, κάποιον γνωστό, για να μιλήσω. Δείχνουν όλοι απασχολημένοι από την ζωή τους, την δουλεία τους, τις υποχρεώσεις τους. Χαζεύω τις φωτογραφίες τους. Ξένα χαμόγελα, ακίνητα πρόσωπα, μάτια με γραμμένη την δική τους ιστορία. Γράφω  ένα γρήγορο μήνυμα  για την κατάσταση μου : «Ίπταμαι » και μετά πατάω  
enter.
          Ήρθε η ώρα για το γεύμα μου. Ανοίγω το πλαϊνό  ντουλαπάκι- ψυγείο και βγάζω το χάρτινο κουτί που περιέχει το φαγητό  μου. Σολωμός εκτροφείου και μερικά σκόρπια χρωματιστά λαχανικά. Για γλυκό, σοκολάτα σε κυβάκια.
          Επιτέλους έφτασε η ώρα για την προσγείωση. Πατάω το κουμπί και οι ρόδες αρχίζουν να βγαίνουν από το εσωτερικό  μέρος του αυτοκινήτου, η πορεία μου είναι σταθερή, καθοδική. Ακούω τις οδηγίες από το πύργο ελέγχου των αερομεταφορών. Ο πλοηγός μου δίνει πληροφορίες και για τα καιρικά φαινόμενα. Αίθριος καιρός με λίγη συννεφιά. Μικροσκοπικά σπιτάκια, τεράστιες εκτάσεις γης, και θάλασσα γύρω από την στεριά.
 
         Τα σπίτια τώρα αρχίζουν τα μεγαλώνουν, διακρίνω και την κίνηση της πόλης, τεράστια αεροπλάνα με κομμένα φτερά στις κεντρικές λεωφόρους. Παρκάρω στην γνωστή θέση.
          Με τον χαρτοφύλακα στον ώμο πηγαίνω προς την έξοδο δύο.
          Αγοράζω ένα εισιτήριο για το αεροπλάνο. Κατευθύνομαι προς την στάση. Στην τσέπη μου έχω ακόμα το σακουλάκι με τα φιστίκια, το βγάζω και μασουλάω μερικά, περιμένοντας το 
airbus 818.
          Έρχεται ακριβώς στην ώρα του. Έχω εισιτήριο για την οικονομική θέση , αναγράφει επάνω 
C3. Η αυτόματη σκάλα έχει ήδη ξεδιπλωθεί, περιμένω υπομονετικά να βγουν οι επιβάτες που θέλουν να κατέβουν και ύστερα μαζί με τους υπόλοιπους συνεπιβάτες που περιμένουν, ανεβαίνουμε και ψάχνουμε ο καθένας για την θέση του. Μια όμορφή κοπέλα με την ειδική στολή της εταιρείας μας καλωσορίζει.
          Βρίσκω εύκολα την θέση μου. Κάθομαι δίπλα σε μια μαμά με δύο κοριτσάκια. Μόλις ανάψει η  φωτεινή ένδειξη προσδεθείτε, φοράμε τις ζώνες μας. Τα κοριτσάκια γελάνε και κοιτάνε έξω από το μικρό παραθυράκι. Ξεκινάει αργά προς τον προορισμό του. Από το παραθυράκι βλέπω και εγώ, για άλλη μια φορά την πόλη. Είμαστε στην κεντρική λεωφόρο και είναι ώρα αιχμής, όλα τα μαγαζιά είναι ανοιχτά, χαζεύω λίγο την κίνηση, τις καφετέριες που είναι γεμάτες με κόσμο, τις μπυραρίες, στα πεζοδρόμια πεζοί προχωράνε, οι περισσότεροι με βήμα ταχύ. Μερικοί έχουν ανοίξει τις ομπρέλες τους, γιατί έχει αρχίζει να ψιχαλίζει.
          Κοιτάζω το μπροστινό κάθισμα. Στην πίσω πλευρά έχει μια θήκη μέσα στην οποία υπάρχουν ένα περιοδικό της εταιρείας, μια σακούλα για περίπτωση ναυτίας, και οδηγίες αντιδράσεις σε περίπτωση ατυχήματος. Ξεφυλλίζω το περιοδικό. Αναφέρει τους προορισμούς, τις στάσεις , τις ώρες επιβιβάσεις και αποβιβάσεις. Έχει κάποιες διαφημίσεις για ρούχα και καλλυντικά, κάποια άρθρα για τα πιο σημαντικά γεγονότα της πόλης. Το ξαναβάζω στην θέση του και κοιτάζω γύρω μου.
          Τα κοριτσάκια που κάθονται δίπλα μου , είναι περίπου έξι χρονών, δίδυμα και απόλυτα όμοια μεταξύ τους και δείχνουν απορροφημένα από το παραμύθι που τους διηγείται η μητέρα τους.
          Την ακούω να διαβάζει πως μια μάγισσα θα μεταμορφώσει τον μάγειρα και τον βοηθό του σε κουμπιά πιτζάμας ή καραμούζες αν δεν μαγειρέψουν καλά. Αυτά ξεκαρδίζονται στα γέλια και χοροπηδάνε πάνω στο κάθισμα, μου έρχεται και εμένα να γελάσω αλλά συγκρατιέμαι. Και να χοροπηδήσω.
          Στην επόμενη στάση , ανεβαίνουν καινούργιοι επιβάτες. Θέλω ακόμα τρεις στάσεις για να κατέβω. Η κοπέλα με την στολή μας σερβίρει μια πορτοκαλάδα και μερικές καραμέλες.
          Ακούω την μικρή να ρωτάει την μαμά της γιατί στα αεροπλάνα δεν έχουν μπαλόνια; Κλείνω λίγο τα μάτια μου και φαντάζομαι αυτό: «Στην τεραστία λεωφόρο , εκεί που τα αεροπλάνα βρίσκονται το ένα πίσω από το άλλο , στην θέση που κάποτε υπήρχαν τα φτερά τους έχουν πολλά χρωματιστά μπαλόνια, κίτρινα, κόκκινα, μπλε, πορτοκαλί.»
          Κατεβαίνω στην στάση που πρέπει, ο χαρτοφύλακας μου βαραίνει τον ώμο, ο ουρανός από επάνω σαν να ράγισε, μπαίνω στο γραφείο.
          Ανοίγω τον υπολογιστή.
          Όταν δεν υπάρχει άλλος τρόπος, πάντα υπάρχει η δυνατότητα να ταξιδέψεις-με τις λέξεις.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου